Αναξίμανδρος: Η κοσμολογική του αντίληψη για το «άπειρον» ως την Αρχή των πάντων


Ο Αναξαγόρας επικεντρώθηκε και παρατήρησε την αντίθεση μεταξύ θερμού – ψυχρού και μεταξύ υγρού – ξηρού στοιχείου. Θεώρησε, λοιπόν, λογικό η αρχή του κόσμου  να αναζητηθεί σε μια άλλη πηγή που δημιούργησε αυτές τις αντιθέσεις, παρά να θεωρηθεί κάποιο από αυτά τα στοιχεία ως επικρατέστερο έναντι των άλλων και πρωταρχικό. Κατά την άποψη του, το άπειρο δεν ήταν ...
 
μείγμα των υλικών στοιχείων, ούτε άυλη νοητική αρχή, αλλά ύλη που περιέχει τα πάντα. Από το άπειρο αποσπώνται οι αντίθετες ύλες «ψυχρόν» και «θερμόν» και από την ανάμιξη τους το νερό, από το οποίο προκύπτουν τα άλλα στοιχεία, η γη, ο αέρας και η φωτιά. Ακολούθως, από τον αέρα και τη φωτιά σχηματίζονται τα αστέρια που έχουν την λάμψη της φωτιάς και την ρυθμική κίνηση των ρευμάτων του αέρα.
Συγκεκριμένα, για τον Μιλήσιο φιλόσοφο το άπειρο αποτελούσε την μήτρα του Κόσμου, που είχε τη δύναμη να δημιουργεί ζωή, η οποία άρχισε από το σπέρμα το γόνιμον, που βρισκόταν εντός του κοσμικού αυγού. Το σπέρμα γονιμοποιήθηκε με το αντίθετο του, αποσπάστηκε από το «άπειρον» και η ανάπτυξη του έγινε μέσα σε μια πύρινη σφαίρα, που περιείχε μια ψυχρή μάζα. Σε αυτή την αρχική φάση της δημιουργίας χωρίστηκαν τα δυο αντίθετα, το θερμό που περιείχε το ξηρό και το ψυχρό που περιείχε το υγρό. Ακολούθως, με την επίδραση του θερμού διαχωρίστηκαν το υγρό και το ξηρό, σχηματίζοντας την θάλασσα και την ξηρά. Αυτή καθαυτή η υγρασία που δημιουργήθηκε από την επίδραση του θερμού στο ψυχρό, ήταν ο φορέας της ζωής.
Θεωρούσε ότι το άπειρο αποτελούσε τον παράγοντα από τον οποίο προέρχονταν και κατέληγαν τα όντα μετά τον θάνατο τους, σύμφωνα με την δύναμη της ανάγκης. Στην ουσία δηλαδή, το άπειρο λειτουργούσε σαν ένα αρχικό υπόστρωμα από το οποίο προερχόταν η γέννηση, η μεταβολή και ο θάνατος των όντων. Στο σημείο αυτό ο Σιμπλίκιος ανέφερε ότι ο Αναξίμανδρος, αφού παρατήρησε τις αλληλομετατροπές που υφίστανται τα τέσσερα στοιχεία (πυρ, αήρ, ύδωρ, γη), θεώρησε αναγκαία την ύπαρξη ενός αναλλοίωτου, αρχικού υποκειμένου που δεν σχετίζεται με αυτά. Έτσι, το άπειρο θεωρήθηκε ως μια αρχή που έχει όλα εκείνα τα γνωρίσματα του ακαθόριστου. Είναι κάτι το υλικό που κινείται, αλλά είναι τέτοια η φύση της κίνησης του ώστε να μην υποπίπτει στις ανθρώπινες αισθήσεις. Ομοιάζει, δηλαδή, με ένα σύνολο ενεργειακών ιδιοτήτων ή με ένα είδος ενέργειας άνευ ορίων. Επίσης, σύμφωνα με την άποψη του Αναξίμανδρου η δημιουργία των σωμάτων οφειλόταν στην «έκκριση» διαφόρων ποιοτήτων από το αρχικό άπειρο, η οποία προερχόταν από την αέναη και κυκλική κίνηση της ύλης του.
Επιπλέον, ο Σιμπλίκιος μας δίνει ένα ακόμη σημαντικό σημείο της θεωρίας του Αναξίμανδρου, σχετικά με τον χαρακτηρισμό του απείρου ως θείου: «Θείον το αίτιο ως αρχή κι ως αγέννητο και άφθαρτο». Βάσει αυτού, ο φιλόσοφος δεν ταύτιζε το άπειρο με τον Θεό, αλλά το θεωρούσε μετέχον του θείου, το οποίο ίσταται υπεράνω αυτού. Κατά συνέπεια, το άπειρο αποτελούσε την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ του θεού και του κόσμου. Συμπερασματικά, λοιπόν, τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά του απείρου φανερώνουν ότι αφού δεν ταυτίζεται με κάποιο εκ των τεσσάρων στοιχείων, στην ουσία αναφέρεται σε μια κατάσταση που προϋπήρχε του αισθητού σύμπαντος. Έτσι, στόχος της διδασκαλίας του Αναξίμανδρου ήταν να καταδείξει ότι η αρχή του κόσμου είναι απρόσιτη στις ανθρώπινες αισθήσεις, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο τα υπερβατικά του χαρακτηριστικά.
Ο Αναξίμανδρος επεκτείνει την σκέψη του, υποστηρίζοντας ότι από το άπειρο ξεχώρισε μια φλόγα και ο νεφελώδης αέρας. Στον πυρήνα του νεφελώματος συμπυκνώθηκε η Γη, ενώ η φλόγα έζωνε τον αέρα. Στη συνέχεια, η πύρινη σφαίρα εξερράγη και διαλύθηκε σε κύκλους τυλιγμένους από νεφελώδη αέρα, οι οποίοι απλώθηκαν και σχημάτισαν τα ουράνια σώματα. Κατά τον φιλόσοφο, ο Κόσμος ως Όλον είχε μορφή σφαίρας και στο κέντρο του ήταν τοποθετημένη η Γη, η οποία όμως είχε κυλινδρική μορφή, με πλάτος τριπλάσιο από το μήκος, δεν στηριζόταν πουθενά και βρισκόταν στο κέντρο του σύμπαντος απέχοντας ίσα από όλα τα σημεία του, ενώ οι άνθρωποι κατοικούσαν στην επάνω επιφάνεια της.

Αντεπίθεση