Για τον Ελληνικό Εθνικισμό (Μέρος ΙΙ)

Ιδεολογική συγκρότηση μετά την Μικρασιατική Καταστροφή
Μέρος ΙΙ
Η αποδοχή της οποιασδήποτε αυθαίρετης αντιφυσικής, αντιιστορικής και υπεραπλουστευτικής  θέσης των λογής - λογής εθνοαποδομητών της δεξιάς και της αριστεράς, που θεωρούν το Έθνος ως ένα προϊόν της ...



φερ’ ειπείν νομοτελειακής ιστορικής εξέλιξης, άρρηκτα δεμένης με την εξέλιξη της οικονομίας  κι όχι ως διαχρονικό μόρφωμα – απότοκο  της βιολογικής εξέλιξης των ανθρώπινων φυλών και του μεταβιολογικού πολιτιστικού εκτύπου αυτής της εξέλιξης, μας οδηγεί στην εύλογη συνακόλουθη διαπίστωση πως από την πλευρά της η Εθνικιστική Ιδεολογία, αντίπαλος του αστοφιλεύθερου οικουμενισμού και του μαρξοκομμουνιστικού διεθνισμού χαρακτηρίζεται από μια διττή λειτουργία : αφενός προσπαθεί να ερμηνεύσει την ιστορική και την περιρρέουσα πραγματικότητα, ενώ αφετέρου επιχειρεί συνειδητά να την αναπλάσει παρεμβατικά.
Η Εθνικιστική Ιδεολογία δεν περιορίζεται απλώς στην ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά αποβλέπει μεθοδευμένα και στην αναδιαμόρφωση της με τρόπο συστηματικό. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στο κανονιστικό πλαίσιο της Εθνικιστικής Ιδεολογίας συνυπάρχουν η συνεχής και λεπτομερής θεωρητική επεξεργασία και η επίμοχθη, πολυεπίπεδη κοινωνική δραστηριοποίηση, η βαθιά αντίληψη και η κοινωνική παρέμβαση, η στερεή ερμηνεία και η πολιτική κινητοποίηση.
Αυτά τα χαρακτηριστικά συστατικά της Εθνικιστικής Ιδεολογίας συνεπάγονται ότι ο Εθνικισμός, επιζητώντας να είναι όλο και πιο αποτελεσματικός και τελικά νικηφόρος, οφείλει όχι μόνο να ερμηνεύσει απαρτιωμένα, αλλά να διαφωτίσει και να πείσει για την αλήθεια της ερμηνείας του, όχι μόνο να αντιληφθεί ολόπλευρα, αλλά και να παρακινήσει τις λαϊκές μάζες σε συναντίληψη, συναπόφαση και συμπαράταξη, όχι μόνο να προπαγανδίσει σε επαρκή έκταση και βάθος, αλλά και να κινητοποιήσει δυναμικά τους αποδέκτες του μηνύματός του. Οι διαπιστώσεις αυτές μας οδηγούν κλιμακωτά σε μιαν «εν τω βάθει» κατάδυση στον εσώτατο πυρήνα της Εθνικιστικής Ιδεολογίας και καταδεικνύουν την ιδιάζουσα και βαρύνουσα σημασία της εσωτερικής «λογικής» από την οποία διέπεται απόλυτα.
Ταυτόχρονα όμως οι παραπάνω διαπιστώσεις λειτουργούν και δεσμευτικά ως προς την έρευνα, καθώς υποχρεώνουν τον μελετητή να λάβει υπόψη του την εσωτερική συγκρότηση της Εθνικιστικής Ιδεολογίας και μελετώντας την να προβαίνει σε συγκεκριμένες αναλυτικές αλληλουχίες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι παρουσιάζει ξεχωριστό ιδεολογικό και μεθοδολογικό ενδιαφέρον - οπότε μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα αποτελεσματικός για την μελέτη - ο διαχωρισμός ανάμεσα στην έννοια του Εθνικισμού ως «Εθνικιστικού Λόγου» ή «Εθνικής Θεωρίας» και στην έννοια του Εθνικισμού ως «Εθνικής Συνείδησης» ή «Εθνικού Φρονήματος». Πιστεύουμε πως παρά το ότι κι οι δυο αυτές όψεις της Εθνικιστικής Ιδεολογίας συνυπάρχουν και είναι άρρηκτα αλληλένδετες, η αναλυτική τους διάκριση είναι νοηματικά απαραίτητη και πρέπει αναλόγως να θεωρηθεί εκπαιδευτικά.
Λαμβάνοντας υπόψη μας αυτή τη διπλή διαπίστωση - δηλαδή τόσο την συνύπαρξη Εθνικής Θεωρίας και Εθνικού Φρονήματος ως στέρεα αλληλένδετων πτυχών της Εθνικιστικής Ιδεολογίας όσο και την θεωρητική και πρακτική ανάγκη της αναλυτικής τους διάκρισης – κρίνεται σκόπιμο ν’ αναφερθούμε διεξοδικότερα στην έννοια του Εθνικισμού ως ιδιότυπης Εθνικής Θεωρίας, καθώς το ενδιαφέρον της παρούσας προσέγγισης εντοπίζεται περισσότερο στη διερεύνηση των ποικίλων όψεων διαμόρφωσης της ελληνικής Εθνικής Θεωρίας κατά το Μεσοπόλεμο και μετά από αυτόν.
Συνακόλουθα η Εθνική Θεωρία, μπορεί να οριστεί σχηματικά ως  συστηματική απόπειρα κωδικοποίησης, οργάνωσης και λογικής επεξεργασίας της Εθνικιστικής Ιδεολογίας, καθώς και ως λόγια διατύπωση της, από ποικίλους επώνυμους φορείς της Εθνικιστικής Ιδεολογίας (πρόσωπα ή συλλογικότητες). Ο παραπάνω χρηστικός ορισμός μας δίνει την δυνατότητα να προσδιορίσουμε με σχετική ακρίβεια τις παραμέτρους της Εθνικής Θεωρίας από την άποψη του περιεχομένου της και από την άποψη των δημιουργών κι εκφραστών της.
Όσον αφορά στο περιεχόμενο της, η Εθνική Θεωρία προσπαθεί να συλλάβει και να επιλύσει τα θεωρούμενα ως εθνικά προβλήματα, στην εκάστοτε μορφή τους, με τρόπο μεθοδικό. Η φιλοδοξία της μεθοδικής αντιμετώπισης των εθνικών προβλημάτων επιβάλλει αυτομάτως στην εθνική θεωρία να αποτελείται πρωτίστως από ένα σύνολο αρχών. Ο βαθμός ευκρίνειας, συγκρότησης, συνοχής και ισχύος αυτού του συνόλου αρχών, προφανώς διαφέρει ανάλογα με την κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Κατ' αυτόν τον τρόπο νοούμενη η Εθνική Θεωρία αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα πολυεπίπεδης ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά συνάμα κι ένα πρόγραμμα ιδεολογικοπολιτικής δράσης για την αλλαγή αυτής της πραγματικότητας, με γνώμονα το συμφέρον του Έθνους.
Όσον αφορά στους φορείς της Εθνικής Θεωρίας, αυτοί είναι λίγο έως πολύ γνωστοί κι επώνυμοι. Εθνικοί διανοούμενοι, εθνικοί στοχαστές είναι εκείνα τα διακριτά πρόσωπα που συνειδητά παράγουν Εθνικιστική Ιδεολογία, μετέχοντας άμεσα στην διατύπωση, στην διασαφήνιση, στην ανάπτυξη και στην διάδοση της. Μ' άλλα λόγια, είναι εκείνοι οι άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούν επίμοχθα να καλλιεργήσουν, ν’ αναπτύξουν και να ενδυναμώσουν το Εθνικό Φρόνημα με συστηματικές λογικές επεξεργασίες, με συγκεκριμένες παρελθοντικές αναφορές κι αναπλάσεις, με συγχρονικές εκτιμήσεις, με ξεκάθαρα ορατές και σαφώς δηλωμένες διαφωνίες, με διεξαγωγή διαλόγου και παράθεση επιχειρημάτων, με ιδεολογικές συμπυκνώσεις κι εκλογικεύσεις, καθώς και πολιτικές κρυσταλλώσεις και προτάσεις, με χάραξη στρατηγικής κι επεξεργασία τακτικών, που οφείλουν να είναι  πειστικές,  λειτουργικές και καρποφόρες.
Η αντιμετώπιση της Εθνικής Θεωρίας ως συνειδητά διατυπωμένης και συστηματικά επεξεργασμένης λογικής πτυχής της Εθνικιστικής Ιδεολογίας βεβαίως δεν υποδηλώνει καθόλου μια περιοριστική, σμικρυντική και παραμορφωτική θεώρηση της ως δόγματος που χαρακτηρίζεται απαραίτητα από συμπαγή εσωτερική δομή. Αντίθετα, ουδέποτε πρέπει να λησμονείται ότι η Εθνική Θεωρία αποτελεί συνήθως και εγγενώς, ετερόκλητο ή και εσωτερικά αντιφατικό οικοδόμημα, συναποτελούμενο από πολλές επιμέρους επεξεργασίες της Εθνικής Ιδέας, με εύλογο αποτέλεσμα σπάνια να διακρίνεται από αυστηρή συνοχή όλων των επί μέρους συνιστωσών της. Ακόμα δεν πρέπει να μας διαφεύγει το δεδομένο ότι, πέραν του οπωσδήποτε συνειδητού υποβάθρου της, η Εθνική Θεωρία δεν παύει να συνιστά επιπλέον και κρίσιμο ιδεολογικό λόγο,  διατυπώνοντας  αρχές και προτάσεις οι οποίες -όσο κι αν τείνουν να προσλάβουν την μορφή συνεκτικών λογικών επιχειρημάτων- δεν παύουν, από πλευράς περιεχομένου, αφενός να τελούν εκτός των ορίων και της δικαιοδοσίας της τυπικής λογικής, αφετέρου δε να διατηρούν έντονη κι εκτεταμένη συναισθηματική φόρτιση.
Οι παραπάνω αναφορές στην έννοια του Εθνικισμού ως Εθνικής Θεωρίας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθούν ως απόπειρα μονοδιάστατης συρρίκνωσης της Εθνικιστικής Θεωρίας. Κάτι τέτοιο είναι σίγουρα σφαλερό, μιας και υποβιβάζει αυτόματα το μεγαλειώδες συγκρότημα του Εθνικισμού στο ελλειμματικό επίπεδο ενός  απλοϊκού και ρηχού εγκεφαλικού δημιουργήματος, υποτιμώντας δραματικά την ιστορικά σφυρηλατημένη  λειτουργία του Εθνικισμού ως κατ’ εξοχήν ζωντανής ιδεολογίας της πράξης και της δράσης. Ωστόσο η κατεξοχήν αναλυτικού χαρακτήρα αντιδιαστολή Εθνικής Θεωρίας κι Εθνικού Φρονήματος, εκτιμάται ως  λογικά αναγκαία, μπορεί δε να αποβεί πολλαπλώς χρήσιμη για την κατανόηση και την αφομοίωση του Εθνικισμού από τον ζηλωτή του και μελετητή.
Συνεπώς στο πλαίσιο αυτό, στην παρούσα εξεταστική προσέγγιση υιοθετείται η παραπάνω διάκριση. Η διαφωτιστική πορεία μας για την ιχνηλάτηση της εξέλιξης του Εθνικισμού, εστιάζεται στην κλιμακωτή διαδοχική μελέτη ορισμένων φάσεων και συγκεκριμένων όψεων της Εθνικής Θεωρίας, αρχικά  κατά την ιστορικά κοσμογονική περίοδο του Μεσοπολέμου, ώστε να ανιχνευθούν οι ποικίλες απόπειρες σύλληψης, τροποποίησης, ανανέωσης, αναπροσδιορισμού και στοιχείωσης του Εθνικού Ιδεώδους  και του Εθνικού Οράματος  απ’ αυτήν την περίοδο και ένθεν.
Ως όραμα νοείται  μια μορφή που λαμβάνει χώρα στη συνείδηση και η οποία δεν απορρέει από τις αισθήσεις, αλλά από τη φαντασία, ως προέκταση της βιωματικής εμπειρίας. Η μορφή του οράματος δεν περιορίζεται σε μία μόνον «αίσθηση» (όπως η όραση), μπορεί δε να εμπεριέχει και πνευματικές ποιότητες όπως τα συναισθήματα, καθιστάμενη πολυαισθητική και τελικά εν μέρει υπερπραγματική.
Ιδεώδες. Η γενικότερη σημασία του όρου δηλώνει οτιδήποτε θεωρείται «υποδειγματικό πρότυπο», τόσον ως ύπαρξη όσο και ως δράση ή ως κατάσταση ιδιόμορφης ηθικότητας. Έτσι, ο όρος αυτός ενέχει το μέγιστο βαθμό ευκταίας τελειότητας και μπορεί ν’ αφορά είτε πρόσωπο, είτε απτό αντικείμενο, είτε ιδιότητα. Επειδή όμως αποτελεί τον μέγιστο και τελικό σκοπό της ανθρώπινης βούλησης, θεωρείται πως μπορεί επίσης ν’ ανταποκρίνεται στις ημιθεϊκές απαιτήσεις της τέλειας ύπαρξης ή της προμηθεϊκής πραγμάτωσής της.
Το Φρόνημα είναι όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για ν’ αναφερθούμε στην νοοτροπία και στην εξ αυτής απορρέουσα αντίληψη. Η επίτευξη του φρονήματος είναι κυρίως πρόβλημα της εκπαίδευσης, για την αφομοίωση της σωστής πίστης με τον σωστό τρόπο. Η επίτευξη του κατάλληλου Εθνικού Φρονήματος θεωρείται ως το ελάχιστο απαιτούμενο πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση σχηματισμού  και βίωσης της Εθνικιστικής Πολιτείας του Ελληνικού Λαού. Αποτελεί συγκερασμό της  συναίσθησης και της ακόλουθης συνείδησης που διαμορφώνει κάποιος για την αξία και τις δυνατότητες του εαυτού του και της ευρύτερης ομάδας του Λαού, δηλαδή του ζώντος Έθνους του.
Εθνική Συνείδηση είναι η γνώση και το βίωμα της ιδιαίτερης φύσης του Έθνους στο οποίο ανήκουμε, η συνείδηση όλων των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που συναποτελούν και συνδιαμορφώνουν το Έθνος στην ιστορική του εξέλιξη, η γνώση του λαϊκού και φυλετικού χαρακτήρα, του πολιτισμού και της ιστορίας του, επιπλέον δε η συνείδηση ότι ανήκουμε στο ίδιο Έθνος αλλά και η συνείδηση των υποχρεώσεών μας προς αυτό.
Συναγωνιστές και Φίλοι, βρισκόμαστε στην κορύφωση της παγκόσμιας δικτατορίας των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», τα οποία έχουν αναχθεί σε μία νέα μασονική θεότητα - Λογική, κατά της οποία ουδεμία κριτική μπορεί να ασκηθεί. Παράλληλα, έχουν συγκροτηθεί και λειτουργούν ως ένας ευρύτατος και πολυσύνθετος κανονιστικός μηχανισμός νομιμοποίησης – επιβολής – συναίνεσης – αφομοίωσης  ποικίλων πολιτικών, που ελάχιστα ή ουδόλως σχετίζονται με τα δικαιώματα τα οποία έρχονται αυτόκλητες «να προστατέψουν». Στόχος είναι πάντοτε τα Ευρωπαϊκά Έθνη της Λευκής Φυλής, οι (εν πολλοίς αποβλακωμένοι) Λευκοί Αμερικανοί, οι «κυρίαρχοι ετεροφυλόφιλοι άνδρες», ενώ «δύστυχα θύματα» είναι μόνιμα οι «κακόμοιρες» μειονότητες, ο Τρίτος (και έγχρωμος) κόσμος, οι γυναίκες (κατά προτίμηση οι ανοργασμικές μισαλλόδοξες φεμινίστριες), οι ομοφυλόφιλοι κ.ο.κ.
Αυτή η ενοχική κατηγοριοποίηση, δηλαδή ο συλλήβδην χαρακτηρισμός κάποιων συλλογικών ταυτοτήτων ως «καλών» ή «κακών», αποτελεί τυπικό γνώρισμα μίας απλουστευτικής και μισάνθρωπης ιδεολογίας των κατώτερων ενστίκτων, χαρακτηριστικό του κομμουνισμού. Αυτό όμως το κωμικοτραγικό ιστορικό γεγονός δεν αποτρέπει τους ταχαδημοκράτες οπαδούς της πληβειακής και οχλοκρατούμενης ιδεολογίας των «δικαιωμάτων του ανθρώπου» να σκέπτονται «μηρυκαστικά» και ομογενοποιημένα και να προσπαθούν πρωτίστως με βαρβαρικό ζήλο να εξοντώσουν ηθικά-κοινωνικά-ιδεολογικά και ενίοτε φυσικά τους αντιπάλους τους, ακριβώς όπως έπρατταν ανενδοίαστα ανά το παγκόσμιον οι άθλιοι μπολσεβίκοι με το σατανικό εφεύρημα του «εχθρού του λαού». Όποιον κατέτασσαν οι κομισάριοι στους «εχθρούς του λαού» κατέληγε ταχέως κερματισμένο και τυραννισμένο κουφάρι σ’ ερημικό μέρος, ή στα γκουλάγκ για αναμόρφωση – συμμορφωτική περιποίηση και κατά το πλείστον πάλι ….κερματισμένο και τυραννισμένο κουφάρι σ’ ερημικό μέρος (αλλά βραδέως, αφού πρώτα είχε εργαστεί επί μακρόν ως δούλος των σοβιέτ).
Το ανθρώπινο ον έχει μιαν υλική και μιαν οντολογική πλευρά (δηλαδή εκείνη που αφορά στις αρχές της ύπαρξης και συγκρότησης του, στην φύση και την ουσία του). Η ανάγκη για την αυτοσυντήρηση, προφανώς υπακούει και αντιστοιχεί στην υλική πλευρά της ζωής. Παράλληλα όμως, ο ίδιος άνθρωπος θέτει πολλαπλά ερωτήματα στην ζωή του : σχετικά με τον ρόλο του που προκύπτει επειδή ανήκει σε ένα διακριτό εθνικό σύνολο, με την ύπαρξη του Θεού, για τον όποιο και όσο καθορισμό που εξάσκησε πάνω ο εθνικός του πολιτισμός -που βεβαίως τον συνοδεύει από την γέννησή του-, τις εγγενείς κι επιγενετικές μορφοποιητικές αιτίες της στάσης ζωής του και διαμόρφωσης των προσωπικών αξιολογικών του κριτηρίων.
Μεταξύ της υλικής και της οντολογικής διάστασης του ανθρωπίνου όντος υφίσταται και μία τρίτη ευρεία ενδιάμεση περιοχή, η ζώνη του «ατομικού εγώ» κάθε ανθρώπου, η οποία σχετίζεται με την εργασιακή απασχόληση, την κοινωνική θέση, την ταξική διαστρωμάτωση, την εκπαίδευση, την παιδεία και την μόρφωση του ανθρώπου αυτού. Είναι δηλαδή μια υπαρξιακή πτυχή που ανατροφοδοτεί αμφότερες τις άλλες πλευρές.
Ο Εθνικισμός αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως ολότητα. Βεβαίως συνεκτιμά σ’ αυτήν την ολότητα τις υλικές ανάγκες, αλλά κυρίως αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως «πρόσωπο», ως φορέα μιας μοναδικής ιδιοσυστατικής ταυτότητας, γεννήτορα πολιτισμού και δραστικό παραγωγό ιστορίας. Ο άνθρωπος για τον Εθνικισμό δεν είναι μόνον ο πλέον εξελιγμένος γνωστός βιολογικός οργανισμός, διότι τότε δεν θα διέφερε παρά ελάχιστα από τα άλλα θηλαστικά ζώα στην ομάδα των οποίων ανήκουμε ταξινομικά. Ο άνθρωπος είναι «πρόσωπο» και αποκτάει πνευματική οντότητα – ταυτότητα, μέσα από την διαδραστική αλληλεπίδραση του με το πολιτιστικό του περιβάλλον. Αυτό με την σειρά του διαθέτει συγκεκριμένα, σαφή εθνικά χαρακτηριστικά, όχι διεθνή και οικουμενικά, αφηρημένα σκηνοθετικά συστατικά. Τα έθνη δημιουργούν τους πολιτισμούς κι οι άνθρωποι αναπτύσσουν την συνείδηση, τις αξίες, την αισθητική τους αντίληψη  και την μνήμη τους, μέσα στα ξεχωριστά και μοναδικά εθνικά τους περιβάλλοντα, ανάμεσα σε οικείους πληθυσμούς, συγγενείς φυλετικά και πολιτιστικά.
Αντίθετα ο φιλελευθερισμός κι ο μαρξισμός, ετεροχρονισμένα παράγωγα της στενόκαρδης και υλιστικής κοσμοθεώρησης του νομαδικού Ιουδαϊσμού, εστιάζονται αποκλειστικά στην υλική και ενστικτώδη, την ερπετοεγκεφαλική  και ζωωδέστερη πλευρά του ανθρώπου.

Γιάννης Πετρίτης