Γράφει ο Γιώργος Μάστορας
Κλασσική δημοσιογραφική μπαρούφα ήταν η βραδινή εκπομπή της Τρίτης
που προβλήθηκε από τον ALPHA. Οι «αποκαλύψεις» της δημοσιογράφου Σοφίας
Παπαϊωάννου και των καλεσμένων της έχουν ειπωθεί, επί το πλείστον και
στο παρελθόν. Υποτίθεται ότι στην εκπομπή θα μάθαινε ο κόσμος
(ανάμεσά τους και Εμείς) ποιοι, επιτέλους, είναι οι χρηματοδότες της
ΧΡΥΣΗΣ ...
ΑΥΓΗΣ. Αντί αυτού είχαμε υπονοούμενα (μην τυχόν πέσει και καμιά μήνυση από τον «χρηματοδότη» και τρέχει μετά τόσο η δημοσιογράφος όσο και το κανάλι), τα οποία δεν είχαν το παραμικρό στοιχείο, έστω ως ένδειξη. Ακόμη και ο Ψαρράς, αν και διακρίναμε ένα πρόβλημα άρθρωσης στα λεγόμενά του, αρλουμπολογούσε ασύστολα «κοκορευόμενος» για το μπακαλόχαρτο που παρουσίασε ως το δήθεν κατασταστικό της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.
Η εκπομπή αυτή, μέσα στην συσσωρευμένη λάσπη την οποία διοχέτευε, είχε και «επίτιμο» καλεσμένο από το εξωτερικό. Τον Τζέρι Γκαμπλ (ή Γκέιμπλ), εκδότη του αντιφασιστικού περιοδικού Searchlight. Ένα παρακρατικό έντυπο, το οποίο έφτασε στο σημείο να στέλνει μέχρι και πράκτορές του (προφανώς με το αζημίωτο) μέσα σε Εθνικιστικά κόμματα της Βρετανίας για να συλλέγει πληροφορίες για την δράση τους. Το πώς συντηρείται ένα περιοδικό με μικρή κυκλοφορία και με τόσους έμμισθους συνεργάτες που έχουν κάνει τον «αντιφασισμό» βιοποριστικό επάγγελμα είναι μια εύλογη απορία, η οποία θα έπρεπε να απασχολήσει σοβαρά την οικοδέσποινα της εκπομπής Σοφία Παπαϊωάννου και όχι να αναρωτιέται, κρατώντας την ομπρέλα πάνω από το κεφάλι του Γκαμπλ μην τυχόν και βραχεί, πού βρίσκει τα χρήματα η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ.
Ποιος είναι, όμως, αυτός ο υπέργηρος «ερευνητής» που θέλει να χώνει την μύτη του παντού; Ο Γκαμπλ είναι ένας εβραϊκής καταγωγής Βρετανός πολίτης, ο οποίος από νωρίς ανέπτυξε έντονη κομμουνιστική και «αντιφασιστική» δραστηριότητα, ως μέλος της «Ένωσης Νέων Κομμουνιστών» και του Κομμουνιστικού Κόμματος Βρετανίας. Το 1963, όμως, αποχώρησε από το Κόμμα ώστε «να αφιερωθεί στην αντιφασιστική δράση και επειδή το κόμμα άρχισε να υιοθετεί μια αρνητική στάση κατά του Ισραήλ», όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει. Η «δράση» του αυτή τον οδήγησε να συλληφθεί ως κοινός διαρρήκτης, τον Νοέμβριο του 1963, από τους αστυνομικούς, όταν προσπάθησε μαζί με τον σύντροφό του Μάνι Κάρπελ να διαρρήξει την οικία του νεαρού τότε Βρετανού ιστορικού Ντέϊβιντ Ίρβινγκ. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχουν οι σχέσεις του Γκαμπλ με τις βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας και περισσότερο με την διαβόητη ΜΙ 5. Εκτός από τις ομολογίες του ιδίου και των συνεργατών του, ότι δρούσαν για «να βοηθήσουν τις βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας», αίσθηση προκάλεσε το άρθρο του αριστερού περιοδικού «Νιου Στέιτ», των αρθρογράφων Ντάνκαν Κέιμπελ και Μπρους Πέιτζ, τον Φεβρουάριο του 1980. Σε αυτό το άρθρο παρουσιάζονται στοιχεία για σχέσεις του Γκαμπλ με μυστικές υπηρεσίες διαφόρων Χωρών. Εννοείται, επίσης, ότι ο Γκαμπλ, λόγω και της εβραϊκής καταγωγής του είχε μια έντονη φιλοισραηλινή στάση.
Το 1987, με άρθρο του στα «Εβραϊκά Χρονικά», υπερηφανευόταν για το γεγονός ότι ο γιος του υπηρέτησε στις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις. Επίσης, σε μια ανοικτή «αντιφασιστική επιστολή» του στις 11 Απριλίου 2002, κατά της ισραηλινής πολιτικής Σαρόν, ομολόγησε ότι το “Searchlight” είναι το «σημαντικότερο εβραϊκό αντιρατσιστικό περιοδικό» στην Βρετανία, ενώ ο ίδιος και οι εβραίοι ομοϊδεάτες του, σ΄αυτήν την χώρα «ενθαρρύνουν τον πολυφυλετισμό και την ενσωμάτωση». Όμως, αυτή η «ανοιχτή επιστολή», δήθεν επικριτική κατά του Σαρόν και του ισραηλινού πολιτικού κατεστημένου, θεωρείται από αρκετούς ως προπέτασμα καπνού, μιας και τόσο ο Γκαμπλ όσο και το “Searchlight” δεν αποκήρυξαν κατά το παρελθόν τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» του Ισραηλινού Στρατού στα κατεχόμενα.
Αντιθέτως, έφτασε στο σημείο να καταδικάσει, τον Απρίλιο του 1992, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας για «αντισημιτισμό», λόγω της κριτικής που είχε ασκήσει η εν λόγω οργάνωση στο κράτος του Ισραήλ για την απάνθρωπη πολιτική του απέναντι στους Παλαιστινίους. Ενώ σε δημοσίευμα του «Ομπσέρβερ» για την αύξηση του αντισημιτισμού στην Βρετανία, ο Γκαμπλ υποστήριξε ότι «αρκετός από τον αντισημιτισμό προκαλείται από την αριστερά» και ότι «αρκετό μίσος προκαλείται από ανθρώπους που θα έπρεπε στην πραγματικότητα να γνωρίζουν καλύτερα». Επειδή ο Γκαμπλ θέλει να παρουσιάζεται ως νομοταγής πολίτης, φιλήσυχο στοιχείο και κήρυκας της ηθικής, εκτός από τις επιδόσεις του ως διαρρήκτης είχε και πολύ «καλές» παρέες, όπως ο Χάρι Μπίτνεϊ, ηγέτης της βίαιης «αντιφασιστικής» σιωνιστικής ομάδας «Ομάδα 62». Το αντιφασιστικό αυτό «μπουμπούκι» είχε καταδικαστεί το 1977 για 8 υποθέσεις μαστροπείας, αλλά και για την απόπειρα «αποπλάνησης» 16χρονου νεαρού…
Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά ακόμη για τον «επίτιμο» καλεσμένο της Σοφίας Παπαϊωάννου, νομίζουμε όμως ότι επί του παρόντος αυτά είναι αρκετά. Κλείνοντας, για να δείτε την «σοβαρότητα» του Γκαμπλ, είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα χρονικό διάστημα ο σύνδεσμός του στην Ελλάδα για «αντιφασιστικές πληροφορίες» ήταν οι γραφικοί φαιδροί της ΟΑΚΚΕ και της «Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας», γνωστοί στο Πανελλήνιο για την ψύχωση αρνητικού περιεχομένου που έχουν με την Ρωσία. Αυτό θα πει «έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση»…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ
ΑΥΓΗΣ. Αντί αυτού είχαμε υπονοούμενα (μην τυχόν πέσει και καμιά μήνυση από τον «χρηματοδότη» και τρέχει μετά τόσο η δημοσιογράφος όσο και το κανάλι), τα οποία δεν είχαν το παραμικρό στοιχείο, έστω ως ένδειξη. Ακόμη και ο Ψαρράς, αν και διακρίναμε ένα πρόβλημα άρθρωσης στα λεγόμενά του, αρλουμπολογούσε ασύστολα «κοκορευόμενος» για το μπακαλόχαρτο που παρουσίασε ως το δήθεν κατασταστικό της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.
Η εκπομπή αυτή, μέσα στην συσσωρευμένη λάσπη την οποία διοχέτευε, είχε και «επίτιμο» καλεσμένο από το εξωτερικό. Τον Τζέρι Γκαμπλ (ή Γκέιμπλ), εκδότη του αντιφασιστικού περιοδικού Searchlight. Ένα παρακρατικό έντυπο, το οποίο έφτασε στο σημείο να στέλνει μέχρι και πράκτορές του (προφανώς με το αζημίωτο) μέσα σε Εθνικιστικά κόμματα της Βρετανίας για να συλλέγει πληροφορίες για την δράση τους. Το πώς συντηρείται ένα περιοδικό με μικρή κυκλοφορία και με τόσους έμμισθους συνεργάτες που έχουν κάνει τον «αντιφασισμό» βιοποριστικό επάγγελμα είναι μια εύλογη απορία, η οποία θα έπρεπε να απασχολήσει σοβαρά την οικοδέσποινα της εκπομπής Σοφία Παπαϊωάννου και όχι να αναρωτιέται, κρατώντας την ομπρέλα πάνω από το κεφάλι του Γκαμπλ μην τυχόν και βραχεί, πού βρίσκει τα χρήματα η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ.
Ποιος είναι, όμως, αυτός ο υπέργηρος «ερευνητής» που θέλει να χώνει την μύτη του παντού; Ο Γκαμπλ είναι ένας εβραϊκής καταγωγής Βρετανός πολίτης, ο οποίος από νωρίς ανέπτυξε έντονη κομμουνιστική και «αντιφασιστική» δραστηριότητα, ως μέλος της «Ένωσης Νέων Κομμουνιστών» και του Κομμουνιστικού Κόμματος Βρετανίας. Το 1963, όμως, αποχώρησε από το Κόμμα ώστε «να αφιερωθεί στην αντιφασιστική δράση και επειδή το κόμμα άρχισε να υιοθετεί μια αρνητική στάση κατά του Ισραήλ», όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει. Η «δράση» του αυτή τον οδήγησε να συλληφθεί ως κοινός διαρρήκτης, τον Νοέμβριο του 1963, από τους αστυνομικούς, όταν προσπάθησε μαζί με τον σύντροφό του Μάνι Κάρπελ να διαρρήξει την οικία του νεαρού τότε Βρετανού ιστορικού Ντέϊβιντ Ίρβινγκ. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον έχουν οι σχέσεις του Γκαμπλ με τις βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας και περισσότερο με την διαβόητη ΜΙ 5. Εκτός από τις ομολογίες του ιδίου και των συνεργατών του, ότι δρούσαν για «να βοηθήσουν τις βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας», αίσθηση προκάλεσε το άρθρο του αριστερού περιοδικού «Νιου Στέιτ», των αρθρογράφων Ντάνκαν Κέιμπελ και Μπρους Πέιτζ, τον Φεβρουάριο του 1980. Σε αυτό το άρθρο παρουσιάζονται στοιχεία για σχέσεις του Γκαμπλ με μυστικές υπηρεσίες διαφόρων Χωρών. Εννοείται, επίσης, ότι ο Γκαμπλ, λόγω και της εβραϊκής καταγωγής του είχε μια έντονη φιλοισραηλινή στάση.
Το 1987, με άρθρο του στα «Εβραϊκά Χρονικά», υπερηφανευόταν για το γεγονός ότι ο γιος του υπηρέτησε στις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις. Επίσης, σε μια ανοικτή «αντιφασιστική επιστολή» του στις 11 Απριλίου 2002, κατά της ισραηλινής πολιτικής Σαρόν, ομολόγησε ότι το “Searchlight” είναι το «σημαντικότερο εβραϊκό αντιρατσιστικό περιοδικό» στην Βρετανία, ενώ ο ίδιος και οι εβραίοι ομοϊδεάτες του, σ΄αυτήν την χώρα «ενθαρρύνουν τον πολυφυλετισμό και την ενσωμάτωση». Όμως, αυτή η «ανοιχτή επιστολή», δήθεν επικριτική κατά του Σαρόν και του ισραηλινού πολιτικού κατεστημένου, θεωρείται από αρκετούς ως προπέτασμα καπνού, μιας και τόσο ο Γκαμπλ όσο και το “Searchlight” δεν αποκήρυξαν κατά το παρελθόν τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» του Ισραηλινού Στρατού στα κατεχόμενα.
Αντιθέτως, έφτασε στο σημείο να καταδικάσει, τον Απρίλιο του 1992, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας για «αντισημιτισμό», λόγω της κριτικής που είχε ασκήσει η εν λόγω οργάνωση στο κράτος του Ισραήλ για την απάνθρωπη πολιτική του απέναντι στους Παλαιστινίους. Ενώ σε δημοσίευμα του «Ομπσέρβερ» για την αύξηση του αντισημιτισμού στην Βρετανία, ο Γκαμπλ υποστήριξε ότι «αρκετός από τον αντισημιτισμό προκαλείται από την αριστερά» και ότι «αρκετό μίσος προκαλείται από ανθρώπους που θα έπρεπε στην πραγματικότητα να γνωρίζουν καλύτερα». Επειδή ο Γκαμπλ θέλει να παρουσιάζεται ως νομοταγής πολίτης, φιλήσυχο στοιχείο και κήρυκας της ηθικής, εκτός από τις επιδόσεις του ως διαρρήκτης είχε και πολύ «καλές» παρέες, όπως ο Χάρι Μπίτνεϊ, ηγέτης της βίαιης «αντιφασιστικής» σιωνιστικής ομάδας «Ομάδα 62». Το αντιφασιστικό αυτό «μπουμπούκι» είχε καταδικαστεί το 1977 για 8 υποθέσεις μαστροπείας, αλλά και για την απόπειρα «αποπλάνησης» 16χρονου νεαρού…
Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά ακόμη για τον «επίτιμο» καλεσμένο της Σοφίας Παπαϊωάννου, νομίζουμε όμως ότι επί του παρόντος αυτά είναι αρκετά. Κλείνοντας, για να δείτε την «σοβαρότητα» του Γκαμπλ, είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα χρονικό διάστημα ο σύνδεσμός του στην Ελλάδα για «αντιφασιστικές πληροφορίες» ήταν οι γραφικοί φαιδροί της ΟΑΚΚΕ και της «Αντιναζιστικής Πρωτοβουλίας», γνωστοί στο Πανελλήνιο για την ψύχωση αρνητικού περιεχομένου που έχουν με την Ρωσία. Αυτό θα πει «έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση»…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ