Ο Μαχητής της Αυγής - ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΑ


Από το παράθυρο, χάζευε το μικρό κομμάτι Ουρανού που δεν κατόρθωναν να κρύψουν οι γκρίζοι όγκοι των πολυκατοικιών. Η ατμόσφαιρα, παραδόξως, ήταν καθαρή. Ο Ήλιος έδυε και είχε ντύσει με τα ωραιότερα χρώματα την "Πλάση" και γλύκαινε κάπως τη μαυρισμένη του ψυχή.
Βρισκόταν στα πρόθυρα κατάθλιψης. Άγχος και απελπισία ήταν τα συναισθήματα που ...


καραδοκούσαν για να του κλέψουν τα λογικά και να τον κυριεύσουν. Ο μισθός του μειώθηκε. Δεν τον ενδιέφεραν τα χρήματα. Δεν ήταν φιλάργυρος. Τον ενδιέφερε να μπορεί να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του…Και τούτο πια δεν μπορούσε να το καταφέρει. Ο μισθός από 700 ευρώ πήγε στα 600 και πληρωνόταν στη χάση και στη φέξη. Νοίκι, λογαριασμοί έφταναν στα 500 και ίσα-ίσα που κάλυπτε τα υπόλοιπα λειτουργικά έξοδα του σπιτιού. Δε ζήταγε πολυτέλειες. Δεν πήγαινε ούτε σε club ή άλλα κέντρα παρόμοιου τύπου διασκεδάσεως. Προτιμούσε τη συντροφιά βιβλίων που πλέον αναγκαζόταν να περιορίσει και επιπλέον να κάνει οικονομίες για μήνες για να μπορέσει να αγοράσει.

Έπειτα ακόμα κι αυτό το γυμναστήριο της γειτονιάς με την πλέον χαμηλή συνδρομή  στα 10 ευρώ το μήνα, ήταν κι αυτά έξοδα. "Ανάθεμα τα τάλαρα" ψέλλισε καθώς θυμήθηκε ένα διήγημα με αυτό τον τίτλο και τι συμφορές είχε φέρει το κυνήγι των χρημάτων στις ελληνικές οικογένειες. Ακόμα και ο καφές με τους φίλους, ήταν μια ωραία ανάμνηση καθώς και οι ώρες και η κούραση στη δουλειά ήταν η μόνη αύξηση που πήρε. Το προσωπικό μειώθηκε…

Ήθελε να καπνίσει, παρόλο που δεν είχε αυτή τη συνήθεια. Καλύτερα, όχι. Θυμήθηκε τη συμβουλή ενός ανθρώπου που ήταν για κείνος Πατέρας: "Μην το βάλεις ποτέ στο στόμα σου, παιδί μου". Η πάλη στην ψυχή του, τον βύθισε στο Έρεβος και εκτροχίασε τις σκέψεις του σε επικίνδυνες ατροπούς. Ο Αριστοτέλης παρομοίαζε τον Εγκέφαλο ως Ηνίοχο σε ένα άρμα που έσερναν δύο ίπποι: τα δύο μέρη της ψυχής: το έλ-λογο και το ά-λογο. Σίγουρα ο δικός του ηνίοχος δεν κράταγε τα γκέμια και τα άλογα είχαν αφηνιάσει εκείνη τη στιγμή. Δεν έλεγχε πλέον τον εαυτό του. Βρισκόταν σε κατάσταση Πανικού. Το μόνο που ζήταγε ήταν να βάλει ένα τέλος στον κυκεώνα των προβλημάτων. Μόνη λύτρωση, φάνταζε πια το τέλος. Το άδοξο τέλος…

Έπιασε το μαχαίρι…κληροδότημα του παππού του που ήταν βοσκός. Το φύλαγε στο εικονοστάσι. Μια δύναμη δίχως να το καταλάβει, είχε οπλίσει το χέρι του… Αντίκρισε. τις μορφές των Πολεμιστών Αγίων, του Γεωργίου και του Δημητρίου. Πάγωσε. Με το Δόρυ, το αρχαίο επιθετικό όπλο της Φυλής του, όπως διασώζει ο Πλάτωνας στο Διάλογό του: Θεαίτητος μέσα από το λόγο του Αιγύπτιου Ιερέα στο Σοφό Σόλωνα κατά την επίσκεψή του στο αρχαίο βασίλειο κατά την αφήγησή του για τον πόλεμο Ελλήνων-Ατλάντων. Οι Άγιοι-Πολεμιστές Νικούν τους Εχθρούς. Το βλέμμα τους, τον κάρφωσε. Τον καθήλωσαν. Νίκησαν το Κακό που πήγε να τον κυριέψει…


Τι πήγαινε να κάνει;

Κοίταξε μια το μαχαίρι που κράταγε και μια ξανά τις μορφές των Θείων εκεί που έκαιγε η Ιερή Εστία, έθιμο του Αίματός του που χάνεται στους αιώνες. Οι μορφές ασκητικές. Τα πρόσωπα μαρτυρούν πόνο και βάσανα. Τα χρώματα προσεχτικά μελετημένα, μεταφέρουν υποσυνείδητα μηνύματα. Τα βλέμματά τους όμως γλυκά και συμπονετικά, αποπνέουν ασφάλεια και δύναμη. Θεία Χάρη. Οι Πρόγονοί του, είχαν αντέξει μεγαλύτερα δεινά και κακουχίες. Θα φανεί αντάξιος των Προγόνων. Θα αντέξει κι αυτός. Θα συνεχίσει τη Γραμμή του Αίματος του Ηρωικού Έθνους των Ελλήνων.
 

Αντεπίθεση.gr