Φόβος, Απόγνωση, Θυμός, Απελπισία…
Τι ειν’ πάλι τούτο το κακό που μας εβρήκε εμάς τους άμοιρους , τους
αθώους, τους ταπεινά κλίνοντες την κεφαλή, τους φτωχοδιάβολους της ζωής
αυτής; Όλα έμορφα φτιαγμένα δείχναν και οι ζωές μας να κυλούνε ήσυχα
και παστρικά ραμμένες.
Κι ήρθαν νυχτιές , φορούσαν φόρεμα ακριβό … ντυμένες μέρες. ...
Και πλανεμένοι όλοι (ηθελημένα; - αθέλητα; ) γυρνούσαν νεκροζώντανοι, να αγγίξουν ψάχνανε, το ακριβό της φόρεμα, αυτής, της Νύχτας της Ψυχής… Κι ήταν το «φως» γλυκό κι οι καλεσμένοι λαμπεροί, όλα τα βράδια στων άμοιρων τα σπιτικά ξερνάγαν την αλήθεια, μέσα απ’ το μαγικό κουτί και από παράθυρα πολλά τους δείχνανε το δρόμο. Κι ήταν το «φως» βαθύ, αδύνατον να ειδούνε … γεύονταν άπληστα καρπούς, για τους οποίους κάνεις τους δεν ήθελε να μοχθήσει.
Κι οι νύχτες τρεμοπαίζουν , κι οι μέρες τρεμοπαίζουν …
Και τώρα; Όλοι αδύναμοι μπροστά στο άγνωστο… φοβισμένοι,
απεγνωσμένοι, θυμωμένοι, απελπισμένοι … Ανέτοιμοι ! Και να σκούζουν πάλι
τα κανάλια με ορθάνοικτα τα παράθυρα και να τους βλέπεις με μάτια
γουρλωμένα, σα θεριά, μες στ’ ακριβά θεατρικά κοστούμια τους - όλους
τους καλεσμένους της ντροπής - να πλημμυρίζουν τα δώματα του κάθε
σπιτικού, τα δώματα της κάθε καρδιάς, με το ατελείωτο φαρμάκι για αυτά
που πρέπει και δεν πρέπει να κάνουμε, για αυτά που πρέπει και δεν πρέπει
να σκεφτόμαστε, για αυτά που πρέπει και δεν πρέπει να αισθανόμαστε, μα
και να ονειρευόμαστε. Και μείς; Εμείς άμοιροι, αθώοι -μαζί και
ένοχοι – αφού τούς ανοίξαμε τα παράθυρα της ψυχής μας και τους αφήσαμε
να μπουν στα δώματα της ζωής μας, κάθε βραδύ, κάθε ώρα και ζήσαμε μαζί
τους … ξεχάσαμε πως είναι να ζούμε τις ζωές μας.
Μπροστά στα ερείπια…
Κουλουριασμένος ή όρθιος; Ακόμα ένα δάχτυλο τον δρόμο να σου δείξει θα
γυρέψεις; Στον δρόμο της εξόντωσης , στα γόνατα να ’ρθούμε; Είχε
πολλές στροφές μέχρι τα εδώ κι οι περισσότεροι βαδίζανε σε μια σειρά,
χωρίς να θέλουνε να μάθουνε που δείχνει ο πρωτοπόρος. Να μετρηθούμε το
λοιπόν κι όσοι βρεθούν οι πιο τρελοί τη δάδα τους να αρπάξουν. Του
Προμηθέα τη φωτιά με λύσσα να μοιράσουν. Ας κάμουν την Καταστροφή δώρο,
γιορτή και αγώνα.
Ο Προμηθέας … και ο κάθε ένας από μας.
Ήρθε η ώρα για την μεγαλύτερη μάχη, την πιο τρανή επανάσταση … αυτή
εναντίον του ίδιου μας του εαυτού … ούτ’ εύκολη, ούτ’ όμορφη, ούτε
ρομαντική … σκληρή, πορφυρή, καθημερινή, χωρίς σταματημό , χωρίς και
έλεος! Από κει θα γίνει η αρχή κι η φλόγα ας φουντώσει. Δεν θα υπάρχει
καν Προμηθέας αυτή τη φορά να μας δωρίσει τη φωτιά. Αν δεν μας σώσουμε,
κάνεις δεν θα μας σώσει. Φωτιά στις ψυχές μας λοιπόν, πρώτα και
από όλα, ότι μας κρατεί στο παρελθόν στις στάχτες ας σιγοσβήσει. Η
ελευθερία της ψυχής μας θα οδηγήσει στην λευτεριά της πατρίδας μας και
αυτή τη φορά δεν θα υπάρχει γυρισμός. Και η ευχή; Ας μην υπάρχει γυρισμός… στις φλόγες τα καράβια!
Μέχρι την Νίκη…
Δεν θα ναι εύκολο και οι κυρίαρχοι της Γης δεν θα μας λυπηθούνε. Θα
χιμήξουν, θα μας πουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για ανυπακοή, δεν
υπάρχουν περιθώρια για αντίδραση, δεν υπάρχουν περιθώρια για αντίσταση…
χίλιοι χαρτογιακάδες. Σαν τον Προμηθέα θα πρέπει να τιμωρηθούμε , να
υπομείνουμε , η θέληση θα πρέπει να ναι αλύγιστη, η πιστή ατέρμονη. Οι
τιμωρίες θα ‘ναι πολλές, μα θα ’χουν κάμει ένα λάθος. Ο Νέος
Άνθρωπος, ο Απόλυτος Πολίτης, δεν θα ’χει τίποτα να κερδίσει πια
προσωπικά, μα και τίποτα να χάσει… τα σχέδια τους, η μοίρα που μας
επιφυλάσσουν, θα φαντάζουν όλα μακρινά. Όσοι ζωντανοί, τόσοι και όρθιοι κύριοι! Οι μέρες της αφθονίας μας όντως τελειώσαν … μπορούμε βεβαία απλά να γονατίσουμε κλαίγοντας μπροστά από τα ερείπια. «Όμορφο» , «Ρομαντικό» και εύκολο συνάμα. Μα αληθινά ευλογημένοι θα ’ναι ’κεινοι που θα κλείσουν τα μάτια τους και μπροστά τους θα εμφανιστεί ο Νέος Άνθρωπος. Με κρυφό χαμόγελο, διψασμένος να σταθεί μπροστά στην καταστροφή θα ’ναι… και να την αγκαλιάσει σαν το έσχατο δώρο. Έτοιμος.-
Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Διαβάστε αυτό και άλλα πολλά στο στο τρίτο τεύχος του περιοδικού "Μαίανδρος" που κυκλοφορεί