Δεν θέλω λεφτά, δεν θέλω πλούτη, θέλω την παλιά μου γειτονιά και τους
ανέμελους ανθρώπους της γειτονιάς εκείνης. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια
που υπήρχαν ακόμη άνθρωποι με χαμόγελο και ανεμελιά, παρ’ ότι ήταν φτωχοί.
Φτωχοί στην τσέπη μα πλούσιοι στην καρδιά...
Φτωχοί στην τσέπη μα πλούσιοι στην καρδιά...
Αρχές της δεκαετίας του 1980,
ζούσα σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, σε ένα χωριό που έσφυζε από
ζωή, που ο κόσμος ακόμα δούλευε χωρίς να βγάζει πολλά λεφτά, αλλά ακόμη
ζούσε, όλοι δούλευαν. Άλλος στα χωράφια, άλλος στο παντοπωλείο του
χωριού, άλλος στον φούρνο, άλλος πλανόδιος έμπορος με την πραμάτεια του
επάνω σε ένα γαϊδουράκι να γυρίζει στα γύρω χωριά, υπήρχαν δουλειές και
όλες καταμερισμένες σωστά για να έχουν όλοι ένα κομμάτι «ψωμί». Ακόμα
και «οι άρχοντες» του χωριού δούλευαν δεν αναπαύονταν πίσω από τις
καρέκλες τους. Θυμάμαι τον παπά του χωριού, ένας αληθινός ιερέας, που
όταν δεν ήταν στην εκκλησία θα τον έβρισκες στο χωράφι να μαζεύει ελιές,
να καλλιεργεί λεμονιές, να βάζει πατάτες και αν τύχαινε να περνάμε από
το σπίτι του, πάντα μας φώναζε για να μας κεράσει κουλουράκια, καραμέλες
και εκείνες τις απίστευτες πορτοκαλάδες!
Mα και ο πρόεδρος του χωριού αν και πρόεδρος δούλευε στο ελαιοτριβείο, κουβαλούσε συνέχεια στον ώμο του σακιά με ελιές, την ημέρα όμως γιατί το βράδυ έκανε βόλτες σε όλο το χωριό για να ακούσει και να μιλήσει με τους χωριανούς του, πολλές φορές εκεί που παίζαμε βλέπαμε ότι οι μεγάλοι μαζί με τον πρόεδρο έστηναν λαϊκές συνελεύσεις στην μέση του δρόμου συζητούσαν και αποφάσιζαν για τα προβλήματα του χωριού. Τηλεοράσεις δεν είχαμε και αν υπήρχε καμία στο χωριό ήταν ασπρόμαυρη, τηλέφωνα λιγοστά και όμως δεν μας ένοιαζε.
Είχαμε τις δικές μας φωνές, τα δικά μας τραγούδια, τα δικά μας παιχνίδια και όλο αυτό μας γέμιζε, δεν είχαμε ανάγκη την τηλεόραση άλλωστε όλος ο κόσμος ήταν έξω από το σπίτι, δεν κλεινόταν σε τέσσερεις τοίχους. Τους καλοκαιρινούς μήνες, τα βραδάκια όλο το χωριό ήταν έξω, σε όλες τις γειτονιές άκουγες φωνές, γέλια, τραγούδια από μικρούς και μεγάλους. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που την ημέρα δούλευαν σκληρά, με αβέβαιο το αν θα φέρουν λεφτά το βράδυ στο σπίτι όταν θα γύριζαν. Και όμως κάθε βράδυ έστηναν μικρές «γιορτές» σε κάθε γειτονιά του χωριού. Μα τι ευτυχία, τι χαρά; Δεν είχαν λεφτά μα ήταν πλούσιοι. Πλούσιοι στην καρδιά. Και όταν τελείωναν τα τραγούδια και τα παιχνίδια στην γειτονιά το βράδυ πηγαίναμε και κοιμόμασταν έξω στην αυλή του σπιτιού, κάτω από την καρυδιά και το μόνο που είχαμε να φοβόμαστε σαν παιδιά ήταν οι ήχοι από τα ποντίκια που ανέβαιναν στην καρυδιά και έτρωγα τα καρύδια!
Αυτός ήταν ο φόβος μας. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες νύχτα και μέρα δεν είχαμε να φοβηθούμε κάτι. Έχω χίλια πράγματα να πω και να θυμηθώ για εκείνες τις ημέρες, θέλω την παλιά μου γειτονιά και τους ανέμελους ανθρώπους της γειτονιάς εκείνη. Θέλω να γυρίσω πίσω, δεν θέλω άλλη ανάπτυξη, δεν θέλω άλλους ανθρώπους να με σώσουν. θέλω απλά να γυρίσω πίσω.
Αναγνώστης
Mα και ο πρόεδρος του χωριού αν και πρόεδρος δούλευε στο ελαιοτριβείο, κουβαλούσε συνέχεια στον ώμο του σακιά με ελιές, την ημέρα όμως γιατί το βράδυ έκανε βόλτες σε όλο το χωριό για να ακούσει και να μιλήσει με τους χωριανούς του, πολλές φορές εκεί που παίζαμε βλέπαμε ότι οι μεγάλοι μαζί με τον πρόεδρο έστηναν λαϊκές συνελεύσεις στην μέση του δρόμου συζητούσαν και αποφάσιζαν για τα προβλήματα του χωριού. Τηλεοράσεις δεν είχαμε και αν υπήρχε καμία στο χωριό ήταν ασπρόμαυρη, τηλέφωνα λιγοστά και όμως δεν μας ένοιαζε.
Είχαμε τις δικές μας φωνές, τα δικά μας τραγούδια, τα δικά μας παιχνίδια και όλο αυτό μας γέμιζε, δεν είχαμε ανάγκη την τηλεόραση άλλωστε όλος ο κόσμος ήταν έξω από το σπίτι, δεν κλεινόταν σε τέσσερεις τοίχους. Τους καλοκαιρινούς μήνες, τα βραδάκια όλο το χωριό ήταν έξω, σε όλες τις γειτονιές άκουγες φωνές, γέλια, τραγούδια από μικρούς και μεγάλους. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που την ημέρα δούλευαν σκληρά, με αβέβαιο το αν θα φέρουν λεφτά το βράδυ στο σπίτι όταν θα γύριζαν. Και όμως κάθε βράδυ έστηναν μικρές «γιορτές» σε κάθε γειτονιά του χωριού. Μα τι ευτυχία, τι χαρά; Δεν είχαν λεφτά μα ήταν πλούσιοι. Πλούσιοι στην καρδιά. Και όταν τελείωναν τα τραγούδια και τα παιχνίδια στην γειτονιά το βράδυ πηγαίναμε και κοιμόμασταν έξω στην αυλή του σπιτιού, κάτω από την καρυδιά και το μόνο που είχαμε να φοβόμαστε σαν παιδιά ήταν οι ήχοι από τα ποντίκια που ανέβαιναν στην καρυδιά και έτρωγα τα καρύδια!
Αυτός ήταν ο φόβος μας. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες νύχτα και μέρα δεν είχαμε να φοβηθούμε κάτι. Έχω χίλια πράγματα να πω και να θυμηθώ για εκείνες τις ημέρες, θέλω την παλιά μου γειτονιά και τους ανέμελους ανθρώπους της γειτονιάς εκείνη. Θέλω να γυρίσω πίσω, δεν θέλω άλλη ανάπτυξη, δεν θέλω άλλους ανθρώπους να με σώσουν. θέλω απλά να γυρίσω πίσω.
Αναγνώστης
tro-ma-ktiko.blogspot.com