1 Αυγούστου 1920, Εφημερίδα Εμπρός - 4η σελίδα |
"Περί την 4ην απογευματινήν ανέμενον μεθ΄ ομάδος εκ τριών η τεσσάρων
προσώπων την άφιξιν του τραμ παρά την γωνίαν της λεωφόρου Κηφισίας και
της οδού Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, πλησίον του υπ΄ αριθμόν 907 στύλου
των ηλεκτρικών συρμάτων.
Την προσοχή μου επέσυρεν ομάς στρατιωτών αγόντων εν συνοδεία έναν πολίτην καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντος μετά πολλής αξιοπρέπειας. Δεξιόθεν και αριστερά αυτού εβάδιζον δύο στρατιώται, δεκάς δε ετέρων στρατιωτών έπετο εκ του σύνεγγυς. Πάντες έφερον ντουφέκια...
Μόλις το απόσπασμα επλησίασεν εις τον υπ΄ αριθμόν 905 στύλον του τράμ μετέβαλλεν κατεύθυνσιν προς αριστερά και εσταμάτησε παρα το πεζοδρόμιον, αφήνοντας τον αιχμάλωτο πολίτη εις απόστασιν τεσσάρων βημάτων. Οι στρατιώται αφού εσταμάτησαν, επυροβόλησαν. Ερρίφθησαν παρ΄ αυτών περί τους δέκα πυροβολισμούς. Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. Ο πυροβοληθείς πολίτης κατέπεσεν άπνους, χωρίς να βγάλει κραυγή, χωρίς να είπη τι...».
«Έφτασε η ώρα σου Δραγούμη» φώναξε ο Λοχίας.
Νωρίτερα είχαν σταθεί για μισή ώρα, κάτω από ΄να δέντρο έξω από το στρατόπεδο του Θων όπου και τα γραφεία του τάγματος. Εκεί ο Παύλος Γύπαρης -που ειδοποιήθηκε εν τω μεταξύ νάρθει- σαν άλλος Πιλάτος κι αφού έκαμε κάποιο επείγον τηλεφώνημα, πιθανότατα στον Εμμ. Μπενάκη, έδωσε οδηγία σε φρουρά «δώδεκα εμφανισίμων άνδρών υπο τον λοχία Σαρτζέτην να συνοδεύσουν τον Δραγούμην προς τας φυλακάς».
Τον έπρωξαν απέναντί τους στο στύλο του τραμ λίγο πριν το νοσοκομείο
του Ευαγγελισμού. Δέκα έκαναν τέσσερα βήματα πίσω. Σήκωσαν τα όπλα και
σημάδεψαν όλοι.
Λένε πως στην στερνή την ώρα περνάει στα μάτια του ανθρώπου που ψυχορραγεί ολόκληρη η ζωή του σαν ταινία με γρήγορη ταχύτητα. Κι ανάλογα με την «επί του φοβερού βήματος απολογία» η μάχη με το Χάρο έχει η δεν έχει αγωνία. Τις αγωνίες του ο Δραγούμης τις έζησε σε κάθε στιγμή της ζωή του. Παλεύοντας με οράματα, με ιδέες, με έρωτες, με πάθη. Μα πάνω απ΄ όλα με την ψυχή του πάλευε πάντα αυτήν που τώρα τώρα παρέδιδε στον όχλο κουρασμένη κι αηδιασμένη. Ήταν μέχρι εδώ μια πορεία αναμενόμενη και επιβεβλημένη. Μα- ποιός θα το πίστευε;- κι ολότελα επιλεγμένη μαζί από το υποψήφιο θύμα. Να διαλέγεις το θάνατό σου από τα πριν χωρίς να γίνεσαι αυτόχειρας.
Και τότε μισοκοιμισμένος και μισοξυπνητός, ένοιωσα την τραγική ματαιότητα κάθε σχεδίου και κάθε πράξης μου αφού τις πράξεις μου και τα σχέδιά μου μπορώ να τα κάνω μυθιστορήματα, τι ανάγκη να τα εκπληρώνω και σαν πράξεις και σαν εκτέλεση σχεδίων. Έτσι σιγά-σιγά η ενέργεια γίνεται γράψιμο, και ο ενεργητικός άνθρωπος η ο άνθρωπος,γραφιάς. Και λυπήθηκα τρομερά στον ύπνο μου που δε θα ήταν πια ανάγκη να εκτελέσω το σχέδιο μου στ΄ αλήθεια, αφού το είχα δει εκτελεσμένο σ΄ ένα μυθιστόρημα που εγώ το σκάρωσα. Το μυθιστόρημα είχε ωραία μέρη και ήταν ωραίο σύνολο. Μέσα φαίνονταν η αγάπη η μεγάλη της γυναίκας για τον άντρα της. Ο άντρας της έφευγε συχνά και ξαναρχόταν και αυτή τον περίμενε πάντα με τη γλυκιά τυραννία της απαντοχής και δεν του έγραφε για να μην πιστοποιήσει στον εαυτό της πως δεν ήταν πια κοντά της. Σ΄ ένα απ ΄αυτά τα ταξίδια ο άντρας της σκοτώθηκε, και δεν σκοτώθηκε από τους εχθρούς, μα από κείνους, που δεν τον χώνευαν επειδή είχε δειχτεί ανώτερος απ΄ αυτούς. Η γυναίκα του βλέπει μια μέρα και τον φέρνουνε σκοτωμένο.
Μπαίνει σε μια βάρκα και πνίγεται μέσα σε μια λίμνη.
Οι «Γυπαραίοι» εκτελεστές της επιθυμίας του Δραγούμη που έγινε
διαταγή για το «σκοπεύσατε!» - που δεν ακούστηκε - για το «Πύρ!» -που
μήτε και αυτό ακούστηκε- γιατί μονάχα μέσα του το ψιθύριζε ο
μελλοθάνατος αριστοκράτης κι αυτοί το έβλεπαν στο βλέμμα του.
Σαν εκείνος αποφάσισε την καίρια στιγμή έψαξε για το εφεδρικό του
μονόκλ. Το άλλο είχε σπάσει μέσα στην κακοποίηση και τις σπρωξιές που
προηγήθηκαν. Το φόρεσε με μια κίνηση μεγαλοπρεπή και αέρινη. Και σαν να
έλεγε : «Τώρα είμαι έτοιμος!»
Εκείνοι αναγνώρισαν αμέσως το κρίσιμο νεύμα του προσώπου του:
-Φάτε το το σκυλί!
Ο Ίων έπεσε καταματωμένος στα χώματα. Καθώς κείτονταν άψυχος κάποιος
από το απόσπασμα πλησίασε και τον λόγχισε δύο φορές στον τράχηλο
κόβοντάς του σχεδόν ολότελα το λαιμό. Ύστερα τον κέντησε στα πλευρά. Ένα
κοντοστούπικο μαυριδερό αποσπόρι της πειρατείας που λυμαίνονταν κάποτε
την Κρήτη, ένας ότι πρέπει λεβέντης των χαμαιτυπείων, έφτυσε και
κλώτσησε τον νεκρό. Ο επικεφαλής έδωσε τη χαριστική βολή συντρίβοντας τ'
όμορφο κεφάλι. Ύστερα όλοι μαζί γύρισαν αδιάφορα την πλάτη κι
απομακρύνθηκαν με περήφανο στρατιωτικό παράστημα άξιο του καύσωνα και
της τρέλας τους.
Αφήνοντας πίσω τους σαν ρούχο αδειανό έναν ωραίο Έλληνα. Τον πρώτο μεταξύ των Αρίστων...
«Σ΄ όποια γωνιά του Ελληνισμού κι αν βρεθώ, θα πασχίζω πάντα να
δυναμώνω, να ξυπνώ, να ζωντανεύω...Ξυπνώ κάθε ύπνο κεντρίζω κάθε βαρεμό,
συδαυλίζω κάθε στάχτη, ξεσκεπάζω κάθε σπίθα κρυμμένη και ανάβω κάθε
φωτιά σβησμένη, βγάζω κάθε πνοή κουρασμένη και παίζω κάθε χορδή σιωπηλή.
Ξυπνώ, ξυπνώ, ξυπνώ...»
Kαι το καταπέτασμα του Ναού
εσχίσθη εις δύο...
Είναι τυφλοί οι άνθρωποι.
Κι οι περισσότεροι γεννήθηκαν
για να είναι και μικροί.
Ι.Δ.
Ο δηλητηριασμένος αέρας του αθηναϊκού απογεύματος εκείνου του Ιουλίου σκόρπισε την είδηση σ΄ ολόκληρη τη χώρα σαν κάποια αποφορά αβάσταχτη, σαν στάχτη βρωμερή και σκόνη αλλόκοτη που τα τίναζε κανένας από πάνω του ανάλογα με την ιδεολογία του (...και την πληροφόρησή του ) κι έβγαινε κατά το δοκούν καθαρός και αμόλυντος:
Πως εφονεύθη ο Ι. Δραγούμης δεν χρειάζονται πλέον στον αναγνώστη
πολλές δικαιολογίες. Κατά πληροφορίας είχε συνοδεύσει την δίδα Μαρίκα
Κοτοπούλη και ενώ διήρχετο τους Αμπελοκήπους παρά την έπαυλη Θων
συνελήφθη υπο ομάδος πολιτών απειλούντων να τον λιντσάρουν.
Προς σωτηρίαν του έσπευσε περίπολος στρατιωτών του τάγματος
Ασφαλείας. Τον πρώτον πλησιάσαντα αυτόν εκ των στρατιωτών ο Δραγούμης
απεπειράθη να πυροβολήσει δια πιστολίου αλλά ο στρατιώτης προλαβών τον
ελόγχισε.
Μετά τινα λεπτά, μεταφερθείς στο 2ο στρατιωτικό Νοσοκομείο απέθανε. Εκείθεν μετεφέρθη εις το Νεκροταφείον...
(1 Αυγούστου 1920, Εφημερίδα Εμπρός - 4η σελίδα)