Μάχη για το κοινό της κεντροαριστεράς ή κάτι ευρύτερο;

Η εμφάνιση νέων εκδοτικών πρωτοβουλιών, σε μια στιγμή κατά την οποία τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι βαθιά ζημιογόνα, έχει ασφαλώς πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Ιδίως καθώς εμφανίζεται καταρχήν να αφορά στο χώρο της κεντροαριστεράς, ο οποίος «υπο-εκπροσωπείται» εκδοτικά, μετά την αναστολή
Δύο νέες εκδοτικές πρωτοβουλίες επιχειρούν να καλύψουν το κενό αυτό. «Η Εφημερίδα των Συντακτών», που αποτελεί μοντέλο συνεταιριστικής εφημερίδας από ομάδα εργαζομένων της «Ελευθεροτυπίας» και οι «6 μέρες» από τον Αντώνη Δελλατόλα και μια μικρή ομάδα εργαζομένων, πολλοί επίσης με προέλευση από την παλιά «Ελευθεροτυπία».
Τέλος, υπάρχει πάντοτε και το ενδιαφέρον για τον τίτλο της... 
 
  
 
 
«Ελευθεροτυπίας» από το Θεοχάρη Φίλιππόπουλο, αν και τα ποσά που ακούγεται ότι ζητούνται για τον τίτλο είναι υπερβολικά σε σχέση με τη σημερινή εκδοτική πραγματικότητα.

Γιατί προχωρούν αυτές οι εκδοτικές πρωτοβουλίες; Μια πρώτη ανάγνωση είναι ότι απευθύνονται στο μαζικά αποστασιοποιημένο από τα παραδοσιακά κόμματα (μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ), κοινό της κεντροαριστεράς. Στον ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή και ενδεχομένως και σε μέρος του κοινού της ΔΗΜΑΡ.

Η «Εφημερίδα των Συντακτών» , στην οποία πρωταγωνιστούν δημοσιογράφοι από την αριστερή «πτέρυγα» της «Ελευθεροτυπίας», ανταποκρίνεται περισσότερο σ’ αυτή την περιγραφή. Υπάρχει άλλωστε και η χρήση του τίτλου «Η Εφημερίδα των Συντακτών» που παραπέμπει στον τρόπο που ξεκίνησε η «Ελευθεροτυπία» αμέσως μετά την μεταπολίτευση. Ενδιαφέρον και ενδεικτικό της εποχής είναι επίσης το γεγονός ότι μέρος του αρχικού κεφαλαίου είναι και δίμηνη ή τρίμηνη εργασία χωρίς αμοιβή.

Οι «6 μέρες» από τον Αντώνη Δελλατόλα έχουν επίσης ως κοινό στόχο την κεντροαριστερά και η δική τους προσέγγιση στη λογική του χαμηλού κόστους αφορά στην αξιοποίηση των εγκαταστάσεων και του μηχανισμού που ήδη έχει το «Ποντίκι».
Και οι δύο αυτές προσπάθειες, αλλά και αυτή του Θεοχάρη Φιλιππόπουλου εφόσον προχωρήσει, απευθύνονται σε ένα κοινό που βλέπει με καχυποψία τα υφιστάμενα παραδοσιακά ΜΜΕ. Γεννιούνται στην πιο οξεία φάση της κρίσης που συνταράσσει τη χώρα,
το πολιτικό σύστημα, αλλά και τα Μέσα Ενημέρωσης.

Η πιθανότητα να πετύχει μια εφημερίδα, όπως έχουμε πολλές φορές αναφέρει –και αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σήμερα, καθώς εκτός της κρίσης, το έντυπο κοινό συρρικνώνει και η επέκταση του διαδικτύου -, είναι η έκφραση ενός νέου κοινωνικού ή πολιτικού ρεύματος. Είναι το ρεύμα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ; Η ανάγνωση αυτή κατά τη γνώμη μας είναι μάλλον ρηχή. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει δύο διαφορετικές κοινωνικές τάσεις. Ένα μέρος του συσπειρώνει συντεχνιακές ομάδες από το παλαιό ΠΑΣΟΚ και όχι μόνο (προ ημερών η εικόνα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με δικαστές και αστυνομικούς ήταν πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική), που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε και αναζητούν υπερασπιστή των κεκτημένων τους.

Ένα άλλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ συσπειρώνει, αντίθετα, νέες ηλικίες που σκέπτονται αντισυστημικά και επιθυμούν να αλλάξουν όλα. Πώς θα συγκεραστούν αυτά τα δύο τόσο διαφορετικά ρεύματα, πολιτικά και εκδοτικά; Ποιο από τα δύο ρεύματα θα ακολουθήσουν οι εκδοτικές αυτές προσπάθειες; Πόσο τα ρεύματα αυτά ανήκουν στην κλασική κεντροαριστερά και πόσο συγκοινωνούν (το ρεύμα των νέων ηλικιών), με τον χώρο των αντισυστημικών μεταρρυθμιστών που βρίσκονται στο κέντρο του πολιτικού σκηνικού, που επίσης δεν έχει σήμερα έντυπη εκπροσώπηση; Από τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά και όχι τόσο από θέματα κόστους ή δημοσιογραφικής επάρκειας, θα καθοριστεί η τύχη των εκδοτικών αυτών εγχειρημάτων.

Ένα πάντως είναι βέβαιο. Μόνο αν πράγματι και ειλικρινώς λειτουργήσουν οι προσπάθειες αυτές αντισυστημικά σε σχέση με τα κάθε είδους (διαπλεκόμενα) επιχειρηματικά συμφέροντα, έχουν ελπίδα να αντλήσουν κοινό και δυναμική από το σημερινό κοινωνικό σώμα. Το σημερινό απαιτητικό και εξαγριωμένο κοινό δεν έχει καμία διάθεση, ούτε και τα χρήματα, για να στηρίξει εκδοτικές προσπάθειες που θα επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος.
 
 
marketingweek.gr